Σχεδόν ξεχάσαμε τι είμαστε. Πως είμαστε. Πως το κάνουμε όλο αυτό και γιατί. Έχει περάσει περίπου ένα οκτάμηνο από τότε που μας έκλεισαν για πρώτη φορά. Μην μας παρεξηγήσετε, το κλείσιμο έγινε για πολύ σωστούς λόγους. Δεν είμαστε με την άλλη πλευρά, δεν έχουμε κάποια καυτή συνωμοσία να σας κουβεντιάσουμε. Αν και τελικά, εμείς είμαστε μαζί σας, εσείς μπορεί να είστε με τους άλλους και κάποιες στιγμές, εμείς και οι άλλοι μπλεκόμαστε τόσο άρρηκτα, που λίγο έχουμε χάσει τη μπάλα. #αγάπημόνο #bepositive #testnegative
Στο μεσοδιάστημα, ανοίξαμε, μα ανάθεμα το άνοιγμα. Πάλι αρκετά μόνοι, με κανόνες και χωρίς κόσμο, ή με λίγο κόσμο. Τόσο λίγο που ήταν σαν να ήμασταν κλειστοί. Για εμάς και για άλλους πολλούς, αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει όλο μας τον κόσμο. Την καθημερινότητα μας, την ζωή μας. Για την Κιμωλία, το κυριότερο είναι ότι με το ένα και το άλλο, νιώθουμε ότι σχεδόν ξεχάσαμε να υποδεχόμαστε κόσμο. Να “εστιάζουμε” (pun intended) αλλά και να εστιάζουμε στο σωστό, στο απαραίτητο και στο θετικό (όχι τέστ).
Σχεδόν ξεχάσαμε πως είναι να μπαίνει κανείς από την πόρτα και να μας χαμογελά. Σχεδόν ξεχάσαμε πως είναι να λες μια παραπάνω κουβέντα, να κάνεις μια πλάκα και να ακουμπάς τον άλλο στον ώμο — κι ας μην τον ξέρεις από χθες — σαν να του λες “συντονιστήκαμε”, “σε καταλαβαίνω”, κλπ. Σχεδόν ξεχάσαμε τις μεγάλες παρέες που γελάνε φωναχτά και σκουντιούνται αλυσιδωτά με ένα αστείο που κι αν δε το ακούς, σου μεταδίδει γέλιο εκ του αποτελέσματος (χαμογελάτε, είναι μεταδοτικό, ναι αναφορά στον Μικρούτσικο!).
Σχεδόν ξεχάσαμε όλα αυτά που αποτελούσαν για εμάς καθημερινότητα, δουλειά, λειτούργημα, σκοπό. Διαλέξτε τη λέξη που σας εκφράζει περισσότερο. Σχεδόν ξεχάσαμε τη μυρωδιά της ζέστης, τη σκόνη της κιμωλίας και τη μυρωδιά του φρέσκου καφέ. Σχεδόν ξεχάσαμε την τράκα για το φιλτράκι και το χαρτάκι ή τον αναπτήρα, χωρίς απολύμανση. Σχεδόν ξεχάσαμε το στρίμωγμα σε διπλανά τραπέζια όσο έξω έβρεχε. Με την πόρτα να ανοίγει και να προστίθεται άλλη μια βρεγμένη δυάδα στην παρέα, με λίγη καλή θέληση για να χωρέσουν όλοι.
Σχεδόν ξεχάσαμε το κλείσιμο, το τελευταίο σκούπισμα και την τελευταία μπίρα στο μπαρ, με τα πάντα κλειστά και ένα παράνομο και συνωμοτικό τσιγάρο πάνω στο μπαρ να μας κλείνει το μάτι. Σχεδόν ξεχάσαμε το “τι ώρα κλείνετε;”, το “προλαβαίνουμε ένα ποτό στα γρήγορα;” το “τι ώρα φεύγει το τελευταίο μετρό από Σύνταγμα;”, και άλλα τέτοια.
Σχεδόν όμως. Όχι εντελώς. Δε χάνονται έτσι οι αναμνήσεις και οι συνήθειες. Παραμονεύουν, ύπουλα και υποχθόνια και επιστρέφουν μαζί με μια μυρωδιά ή μια γνώριμη φωνή. Σαν το ποδήλατο που περιμένει εκεί και χρειάζεται 1–2 πεταλιές, μέχρι να βρεις ισορροπία και πάλι. Κι όσο γράφουμε, τόσο το “σχεδόν ξεχάσαμε” γίνεται “κάτι θυμάμαι” και έτσι φεύγει μακριά η συννεφιά. Όχι αυτή έξω από το παράθυρο, αυτή δε μπορούμε να την επηρεάσουμε. Μιλάμε για την άλλη την εντός μας, που ώρες ώρες μας πνίγει όλους.
Και πόσο ωραία θα ήταν αν θα μπορούσαμε αύριο, τώρα, σε λίγη ώρα, να βρεθούμε πάλι σε ένα στέκι, με μια κούπα καφέ στο χέρι και ένα γνώριμο πρόσωπο απέναντι. Ένα πρόσωπο από αυτά που δε ξεχνιούνται ποτέ… Καλή αντάμωση!
Η Κιμωλία σας
No responses yet